ἐρημωτής

ἐρημωτής
ἐρημωτής
desolator
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερημωτής — ο (Α ἐρημωτής) [ερημώνω] αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει, ο εξολοθρευτής …   Dictionary of Greek

  • ἐρημωτάν — ἐρημωτά̱ν , ἐρημωτής desolator masc acc sg (epic doric aeolic) ἐρημωτής desolator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημωτικός — ἐρημωτικός, ή, όν (Α) [ερημωτής] καταστρεπτικός, αφανιστικός, ολέθριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”